πεσκάρισμα

πεσκάρισμα
το, Ν [πεσκάρω]
(ιδιωμ.) το ψάρεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άγρευση — η (Α ἄγρευσις) [ἀγρεύω] νεοελλ. Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα) η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο τού βυθού τής θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής τής αλυσίδας τής άγκυρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”